φασσοφόνος

φασσοφόνος
φασσο-φόνος (φάσσα, φένω): doveslayer, the ἴρηξ, ‘pigeon - hawk,’ Il. 15.238†.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φασσοφόνος — dove killing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνος — ον, Α 1. (ως επίθ. γερα κιού) αυτός που σκοτώνει φάσσες 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φασσοφόνος είδος γερα κιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόνος (< φόνος), πρβλ. μηλο φόνος] …   Dictionary of Greek

  • φασσοφόνον — φασσοφόνος dove killing masc/fem acc sg φασσοφόνος dove killing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόνῳ — φασσοφόνος dove killing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φασσοφόντης — ὁ, Α φασσοφόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάσσα «περιστέρι» + φόντης (< θείνω* «φονεύω», κατ επίδραση τού φόνος), πρβλ. παιδο φόντης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”